Σύγχρονο Ελληνικό Λεξικό...
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΌ - ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΌ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΌ
ΣΥΝΩΝΎΜΩΝ - ΑΝΤΊΘΕΤΩΝ
ΣΥΝΩΝΎΜΩΝ - ΑΝΤΊΘΕΤΩΝ
Ανδρικό μόριο (το), φυλετικό γνώρισμα
του άρρενος, μεγέθους XXL απαραιτήτως, ακούραστο δώρημα
αδιακρίτως και ακρίτως που λόγω ζήτησης αλλά και Τρόικας ελλοχεύει ο κίνδυνος βγαίνοντας
εκτός δράσης αντί να κοσμεί αιωρούμενο να διακοσμεί...
Αιδοίο (το), φυλετικό όργανο-στολίδι του
θήλεως, συγκεκριμένου σχήματος, καλυπτόμενο εξ ερίου αγνού παρθένου το οποίο τυγχάνει
φροντίδας ως προς το σχήμα ή κουρεύεται εν χρω, κοιν. γουλί για να γίνεται περισσότερο
ελκυστικό στον επισκέπτη...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα